Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
ὄχθα
View word page
ὄχευμα
result of ὀχεία, the embryo

ShortDef

result of ὀχεία, the embryo

Debugging

Headword:
ὄχευμα
Headword (normalized):
ὄχευμα
Headword (normalized/stripped):
οχευμα
IDX:
63970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63971
Key:

Data

{'content': 'result of ὀχεία, the embryo'}