Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
ὄχησις
View word page
ὀχετός
a means for carrying water, a water-pipe

ShortDef

a means for carrying water, a water-pipe

Debugging

Headword:
ὀχετός
Headword (normalized):
ὀχετός
Headword (normalized/stripped):
οχετος
IDX:
63969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63970
Key:

Data

{'content': 'a means for carrying water, a water-pipe'}