Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
ὀχηματικός
View word page
ὀχετόκρανον
end
ShortDef
end
Debugging
Headword:
ὀχετόκρανον
Headword (normalized):
ὀχετόκρανον
Headword (normalized/stripped):
οχετοκρανον
IDX:
63968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63969
Key:
Data
{'content': 'end'}