Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
ὀχέω
ὀχή
ὄχημα
View word page
ὀχετηγός
laying out a ditch

ShortDef

laying out a ditch

Debugging

Headword:
ὀχετηγός
Headword (normalized):
ὀχετηγός
Headword (normalized/stripped):
οχετηγος
IDX:
63967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63968
Key:

Data

{'content': 'laying out a ditch'}