Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
ὀχεύω
View word page
ὀχετεύω
to conduct

ShortDef

to conduct

Debugging

Headword:
ὀχετεύω
Headword (normalized):
ὀχετεύω
Headword (normalized/stripped):
οχετευω
IDX:
63964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63965
Key:

Data

{'content': 'to conduct'}