Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
ὀχευτικός
View word page
ὀχέτευμα
duct

ShortDef

duct

Debugging

Headword:
ὀχέτευμα
Headword (normalized):
ὀχέτευμα
Headword (normalized/stripped):
οχετευμα
IDX:
63963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63964
Key:

Data

{'content': 'duct'}