Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
ὀχευτής
View word page
ὀχετεία
conducting
ShortDef
conducting
Debugging
Headword:
ὀχετεία
Headword (normalized):
ὀχετεία
Headword (normalized/stripped):
οχετεια
IDX:
63962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63963
Key:
Data
{'content': 'conducting'}