Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
ὄχευμα
ὀχεύς
View word page
ὀχετάριος
aquilex

ShortDef

aquilex

Debugging

Headword:
ὀχετάριος
Headword (normalized):
ὀχετάριος
Headword (normalized/stripped):
οχεταριος
IDX:
63961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63962
Key:

Data

{'content': 'aquilex'}