Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
ὀχετόκρανον
ὀχετός
View word page
ὀχεῖος
kept for breeding
ShortDef
kept for breeding
Debugging
Headword:
ὀχεῖος
Headword (normalized):
ὀχεῖος
Headword (normalized/stripped):
οχειος
IDX:
63959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63960
Key:
Data
{'content': 'kept for breeding'}