Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
ὀχετηγός
View word page
ὀχεία
a covering
ShortDef
a covering
Debugging
Headword:
ὀχεία
Headword (normalized):
ὀχεία
Headword (normalized/stripped):
οχεια
IDX:
63957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63958
Key:
Data
{'content': 'a covering'}