Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
ὀχέτευμα
ὀχετεύω
ὀχετηγέω
ὀχετηγία
View word page
ὀχεά
cave, grot
ShortDef
cave, grot
Debugging
Headword:
ὀχεά
Headword (normalized):
ὀχεά
Headword (normalized/stripped):
οχεα
IDX:
63956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63957
Key:
Data
{'content': 'cave, grot'}