Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρύκνηστον
ὀφρυόεις
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
ὀχετεία
View word page
ὀφύη
embankment
ShortDef
embankment
Debugging
Headword:
ὀφύη
Headword (normalized):
ὀφύη
Headword (normalized/stripped):
οφυη
IDX:
63952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63953
Key:
Data
{'content': 'embankment'}