Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφρυανασπασίδης
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρύκνηστον
ὀφρυόεις
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
ὀχεῖος
ὀχεταγωγία
ὀχετάριος
View word page
ὀφρύωσις
rim
ShortDef
rim
Debugging
Headword:
ὀφρύωσις
Headword (normalized):
ὀφρύωσις
Headword (normalized/stripped):
οφρυωσις
IDX:
63951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63952
Key:
Data
{'content': 'rim'}