Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ
ἀναράομαι
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
View word page
ἀναριθμέομαι
to enumerate
ShortDef
to enumerate
Debugging
Headword:
ἀναριθμέομαι
Headword (normalized):
ἀναριθμέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναριθμεομαι
IDX:
6394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6395
Key:
Data
{'content': 'to enumerate'}