Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάζω
ὀφρυανασπασίδης
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρύκνηστον
ὀφρυόεις
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
ὀχάομαι
ὀχεά
ὀχεία
ὀχεῖον
View word page
ὀφρῦς
brow, eyebrow
ShortDef
brow, eyebrow
Debugging
Headword:
ὀφρῦς
Headword (normalized):
ὀφρῦς
Headword (normalized/stripped):
οφρυς
IDX:
63948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63949
Key:
Data
{'content': 'brow, eyebrow'}