Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάζω
ὀφρυανασπασίδης
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρύκνηστον
ὀφρυόεις
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
ὀφρύωσις
ὀφύη
ὄχα
ὄχανον
View word page
ὀφρύκνηστον
homo fronte perfricta

ShortDef

homo fronte perfricta

Debugging

Headword:
ὀφρύκνηστον
Headword (normalized):
ὀφρύκνηστον
Headword (normalized/stripped):
οφρυκνηστον
IDX:
63944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63945
Key:

Data

{'content': 'homo fronte perfricta'}