Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάζω
ὀφρυανασπασίδης
ὀφρυάω
ὀφρύη
ὀφρύκνηστον
ὀφρυόεις
ὀφρυόομαι
ὀφρυόσκιος
ὀφρῦς
ὀφρύς
ὀφρυώδης
View word page
ὀφρυάζω
signify
ShortDef
signify
Debugging
Headword:
ὀφρυάζω
Headword (normalized):
ὀφρυάζω
Headword (normalized/stripped):
οφρυαζω
IDX:
63940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63941
Key:
Data
{'content': 'signify'}