Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάζω
ὀφρυανασπασίδης
ὀφρυάω
View word page
ὀφιώδης
snaky
ShortDef
snaky
Debugging
Headword:
ὀφιώδης
Headword (normalized):
ὀφιώδης
Headword (normalized/stripped):
οφιωδης
IDX:
63932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63933
Key:
Data
{'content': 'snaky'}