Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
ὄφρα
ὀφρυάζω
View word page
ὄφις
a serpent, snake

ShortDef

a serpent, snake

Debugging

Headword:
ὄφις
Headword (normalized):
ὄφις
Headword (normalized/stripped):
οφις
IDX:
63930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63931
Key:

Data

{'content': 'a serpent, snake'}