Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
ὄφρα
View word page
ὀφιοφόρος
serpent-bearing
ShortDef
serpent-bearing
Debugging
Headword:
ὀφιοφόρος
Headword (normalized):
ὀφιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
οφιοφορος
IDX:
63929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63930
Key:
Data
{'content': 'serpent-bearing'}