Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
ὀφλανεῖ
ὄφλημα
ὄφλησις
ὀφλητής
ὀφλισκάνω
View word page
ὀφιοφάγος
serpent-eating
ShortDef
serpent-eating
Debugging
Headword:
ὀφιοφάγος
Headword (normalized):
ὀφιοφάγος
Headword (normalized/stripped):
οφιοφαγος
IDX:
63928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63929
Key:
Data
{'content': 'serpent-eating'}