Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
ὀφιώδης
ὀφίων
View word page
ὀφιόσπαρτος
sown
ShortDef
sown
Debugging
Headword:
ὀφιόσπαρτος
Headword (normalized):
ὀφιόσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
οφιοσπαρτος
IDX:
63923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63924
Key:
Data
{'content': 'sown'}