Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
ὀφιοφάγος
ὀφιοφόρος
ὄφις
ὀφίτης
View word page
ὀφιοπρόσωπος
with serpent face

ShortDef

with serpent face

Debugging

Headword:
ὀφιοπρόσωπος
Headword (normalized):
ὀφιοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
οφιοπροσωπος
IDX:
63921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63922
Key:

Data

{'content': 'with serpent face'}