Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
ὀφιοῦχος
View word page
ὀφιόνεος
of, belonging to

ShortDef

of, belonging to

Debugging

Headword:
ὀφιόνεος
Headword (normalized):
ὀφιόνεος
Headword (normalized/stripped):
οφιονεος
IDX:
63917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63918
Key:

Data

{'content': 'of, belonging to'}