Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
ὀφιοσκόροδον
ὀφιόσπαρτος
ὀφιοστάφυλον
ὀφίουρος
ὀφιοῦσσα
View word page
ὀφιομάχος
fighting with serpents

ShortDef

fighting with serpents

Debugging

Headword:
ὀφιομάχος
Headword (normalized):
ὀφιομάχος
Headword (normalized/stripped):
οφιομαχος
IDX:
63916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63917
Key:

Data

{'content': 'fighting with serpents'}