Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
ὀφιόπους
ὀφιοπρόσωπος
View word page
ὀφιοειδής
like a serpent

ShortDef

like a serpent

Debugging

Headword:
ὀφιοειδής
Headword (normalized):
ὀφιοειδής
Headword (normalized/stripped):
οφιοειδης
IDX:
63911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63912
Key:

Data

{'content': 'like a serpent'}