Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
ὀφιοπλόκαμος
View word page
ὀφιόδηκτος
bitten by a serpent

ShortDef

bitten by a serpent

Debugging

Headword:
ὀφιόδηκτος
Headword (normalized):
ὀφιόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
οφιοδηκτος
IDX:
63909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63910
Key:

Data

{'content': 'bitten by a serpent'}