Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
ὀφιοπαίκτης
View word page
ὀφιόδειρος
serpent-throated

ShortDef

serpent-throated

Debugging

Headword:
ὀφιόδειρος
Headword (normalized):
ὀφιόδειρος
Headword (normalized/stripped):
οφιοδειρος
IDX:
63908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63909
Key:

Data

{'content': 'serpent-throated'}