Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
ὀφιόνεος
View word page
ὀφιογενής
serpent-gendered

ShortDef

serpent-gendered

Debugging

Headword:
ὀφιογενής
Headword (normalized):
ὀφιογενής
Headword (normalized/stripped):
οφιογενης
IDX:
63907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63908
Key:

Data

{'content': 'serpent-gendered'}