Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
ὀφιοκτόνη
ὀφιοκτόνος
ὀφιομάχος
View word page
ὀφιοβόρος
serpent-eating
ShortDef
serpent-eating
Debugging
Headword:
ὀφιοβόρος
Headword (normalized):
ὀφιοβόρος
Headword (normalized/stripped):
οφιοβορος
IDX:
63906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63907
Key:
Data
{'content': 'serpent-eating'}