Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
ὀφιοδιώκτης
ὀφιοειδής
ὀφιόεις
ὀφιόθριξ
View word page
ὀφιακός
of or belonging to serpents

ShortDef

of or belonging to serpents

Debugging

Headword:
ὀφιακός
Headword (normalized):
ὀφιακός
Headword (normalized/stripped):
οφιακος
IDX:
63903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63904
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to serpents'}