Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
ὀφιόδηκτος
View word page
ὀφθαλμότεγκτος
wetting the eyes

ShortDef

wetting the eyes

Debugging

Headword:
ὀφθαλμότεγκτος
Headword (normalized):
ὀφθαλμότεγκτος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοτεγκτος
IDX:
63899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63900
Key:

Data

{'content': 'wetting the eyes'}