Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπυρόω
ἀναπυρσεύω
ἀνάπυστος
ἀναπυτίζω
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ
ἀναράομαι
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
ἀναριστέω
ἀναρίστητος
View word page
ἀνάρβυλος
without shoes, unshod

ShortDef

without shoes, unshod

Debugging

Headword:
ἀνάρβυλος
Headword (normalized):
ἀνάρβυλος
Headword (normalized/stripped):
αναρβυλος
IDX:
6389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6390
Key:

Data

{'content': 'without shoes, unshod'}