Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
ὀφιόδειρος
View word page
ὀφθαλμόσοφος
skilled in the eyes, an oculist
ShortDef
skilled in the eyes, an oculist
Debugging
Headword:
ὀφθαλμόσοφος
Headword (normalized):
ὀφθαλμόσοφος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοσοφος
IDX:
63898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63899
Key:
Data
{'content': 'skilled in the eyes, an oculist'}