Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
ὀφιογενής
View word page
ὀφθαλμός
the eye
ShortDef
the eye
Debugging
Headword:
ὀφθαλμός
Headword (normalized):
ὀφθαλμός
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμος
IDX:
63897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63898
Key:
Data
{'content': 'the eye'}