Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
ὀφίασις
ὀφιηβοσίη
ὀφιοβόρος
View word page
ὀφθαλμοπόνος
suffering from eye-strain
ShortDef
suffering from eye-strain
Debugging
Headword:
ὀφθαλμοπόνος
Headword (normalized):
ὀφθαλμοπόνος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοπονος
IDX:
63896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63897
Key:
Data
{'content': 'suffering from eye-strain'}