Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμωρυχέω
ὀφθαλμωρύχος
ὀφιακός
View word page
ὀφθαλμοειδής
like eyes

ShortDef

like eyes

Debugging

Headword:
ὀφθαλμοειδής
Headword (normalized):
ὀφθαλμοειδής
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοειδης
IDX:
63893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63894
Key:

Data

{'content': 'like eyes'}