Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμοφανής
View word page
ὀφθαλμοβόλος
casting glances

ShortDef

casting glances

Debugging

Headword:
ὀφθαλμοβόλος
Headword (normalized):
ὀφθαλμοβόλος
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμοβολος
IDX:
63890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63891
Key:

Data

{'content': 'casting glances'}