Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμός
View word page
ὀφθαλμικός
of or for the eyes

ShortDef

of or for the eyes

Debugging

Headword:
ὀφθαλμικός
Headword (normalized):
ὀφθαλμικός
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμικος
IDX:
63887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63888
Key:

Data

{'content': 'of or for the eyes'}