Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμοκλέπτης
ὀφθαλμοπονέω
ὀφθαλμοπόνος
View word page
ὀφθαλμίζομαι
to be inoculated

ShortDef

to be inoculated

Debugging

Headword:
ὀφθαλμίζομαι
Headword (normalized):
ὀφθαλμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμιζομαι
IDX:
63886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63887
Key:

Data

{'content': 'to be inoculated'}