Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμοειδής
View word page
ὀφθαλμίας
quick-sight
ShortDef
quick-sight
Debugging
Headword:
ὀφθαλμίας
Headword (normalized):
ὀφθαλμίας
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμιας
IDX:
63883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63884
Key:
Data
{'content': 'quick-sight'}