Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
ὀφθαλμοβόλος
ὀφθαλμοβόρος
View word page
ὀφθαλμία
ophthalmia

ShortDef

ophthalmia

Debugging

Headword:
ὀφθαλμία
Headword (normalized):
ὀφθαλμία
Headword (normalized/stripped):
οφθαλμια
IDX:
63881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63882
Key:

Data

{'content': 'ophthalmia'}