Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
ὀφθαλμοβολέω
View word page
ὀφεωπλόκαμος
with serpent hair

ShortDef

with serpent hair

Debugging

Headword:
ὀφεωπλόκαμος
Headword (normalized):
ὀφεωπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
οφεωπλοκαμος
IDX:
63879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63880
Key:

Data

{'content': 'with serpent hair'}