Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπυρέττω
ἀναπυρίζω
ἀναπυρόω
ἀναπυρσεύω
ἀνάπυστος
ἀναπυτίζω
ἀναπωλέω
ἀναπωμάζω
ἀνάπωσις
ἀνάπωτις
ἄναρ
ἀναράομαι
ἀνάρβυλος
ἀναργυρία
ἀνάργυρος
ἀναρθρία
ἄναρθρος
ἀναριθμέομαι
ἀναρίθμησις
ἀναρίθμητος
ἀνάριθμος
View word page
ἄναρ
[ > ὄναρ]
ShortDef
[ > ὄναρ]
Debugging
Headword:
ἄναρ
Headword (normalized):
ἄναρ
Headword (normalized/stripped):
αναρ
IDX:
6387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6388
Key:
Data
{'content': '[ > ὄναρ]'}