Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
ὀφθάλμια
ὀφθαλμίας
ὀφθαλμιάω
ὀφθαλμίδιον
ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμικός
ὀφθαλμῖτις
View word page
ὀφεώδης
snake-like
ShortDef
snake-like
Debugging
Headword:
ὀφεώδης
Headword (normalized):
ὀφεώδης
Headword (normalized/stripped):
οφεωδης
IDX:
63878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63879
Key:
Data
{'content': 'snake-like'}