Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
ὀφθαλμηδόν
ὀφθαλμία
View word page
ὀφελός
[comic coinage]
ShortDef
[comic coinage]
Debugging
Headword:
ὀφελός
Headword (normalized):
ὀφελός
Headword (normalized/stripped):
οφελος
IDX:
63871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63872
Key:
Data
{'content': '[comic coinage]'}