Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκαμος
View word page
ὄφελμα2
broom

ShortDef

increase, advantage
broom

Debugging

Headword:
ὄφελμα2
Headword (normalized):
ὄφελμα
Headword (normalized/stripped):
οφελμα2
IDX:
63869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63870
Key:

Data

{'content': 'broom'}