Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
ὄφελτρον
ὀφεόδηκτος
ὀφεοπρόσωπος
ὀφεώδης
View word page
ὄφελμα
increase, advantage

ShortDef

increase, advantage
broom

Debugging

Headword:
ὄφελμα
Headword (normalized):
ὄφελμα
Headword (normalized/stripped):
οφελμα
IDX:
63868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63869
Key:

Data

{'content': 'increase, advantage'}