Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
ὀφελτρεύω
View word page
ὀφέλλιον
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὀφέλλιον
Headword (normalized):
ὀφέλλιον
Headword (normalized/stripped):
οφελλιον
IDX:
63864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63865
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}