Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀφείλεια
ὀφειλέσιον
ὀφειλέτης
ὀφειλέω
ὀφειλή
ὀφείλημα
ὀφειλόντως
ὀφείλω
Ὀφελέστης
ὀφελής
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω2
ὀφέλλω3
ὄφελμα
ὄφελμα2
ὀφελμός
ὀφελός
ὄφελος
Ὀφέλτιος
View word page
ὀφέλλιμος
profitable, beneficial

ShortDef

profitable, beneficial

Debugging

Headword:
ὀφέλλιμος
Headword (normalized):
ὀφέλλιμος
Headword (normalized/stripped):
οφελλιμος
IDX:
63863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63864
Key:

Data

{'content': 'profitable, beneficial'}